- κέστρα
- η (Α κέοτρα)νεοελλ.1. σφυρί τών λιθοξόων το οποίο έχει το ένα άκρο οξύ και το άλλο οδοντωτό2. ναυτ. σιδερένιο μακρύ κωνικό και αιχμηρό εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες στα πανιά και στα δέρματα ή χαλαρώνονται τα έμβολα τών σχοινιών, κν. γκαβίλια ή σουβλί1. είδος σφυριού («κέστρᾳ σιδηρᾷ πλευρὰ καὶ κατὰ ῥάχιν ἢλαυνε παίων», Σοφ.)2. καρφί που μπηγόταν για να στερεώσει τους τόνους τών πολεμικών μηχανών, δηλ. τους ιμάντες που τίς τέντωναν για να εκσφεδονίσουν τα βλήματα3. είδος περιζήτητου κατά την αρχαιότητα ψαριού, ή σφύραινα*4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀμυντήριον ὅπλον, σφύρα».[ΕΤΥΜΟΛ. < κεντώ. Η ονομ. τού ψαριού λόγω τού σχηματός του, που έμοιαζε με σφυρί].
Dictionary of Greek. 2013.